- ἐμπορπόομαι
- V 0-0-0-0-1=1 1 Mc 14,44to wear; ἐμπορποῦσθαι πόρπην χρυσῆν to wear a buckle of gold; see ἐμπορπάω
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐμπορποῦσθαι — ἐμπορπόομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορπώσασθαι — ἐμπορπόομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορποῦνται — ἐμπορπάω fasten with a brooch pres ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐμπορπάω fasten with a brooch pres ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐμπορπόομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)